|
кость #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово οστό? — — ενενηνταριά — βιοαποικοδομήσιμος — αναγερμένος — εξιλαστήριος — αυτοκινητισμός — κιρσός — εποψ — κακεντρεχώς — σπερδούκλι — αναμαζώνω — γουρούνας — πιτυρήθρα — ναυλώτρια — κακόμορφος — παραχαραγμένος — πραγμάτωση — επισημοποίηση — θεματογραφω — μελανιάζω — ακροτομία — τερμίτης |
|||