|
ο наргиле (курительный прибор) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово наргиле? — αργκιλές как с (ново)греческого переводится слово αργκιλές? — наргиле — χρυσόχωμα — υπενδύω — ρυπαρογραφώ — εκτύλωση — ελιοτριρόπετρα — ακόρδωτος — υπόκυρτος — ερωμένος — λιψός — κιτρινάδι — παραφόρτωμα — αλλοτριογομία — βορβοροφάγος — χειροτερεύση — διακόνισσα — περικνημίδα — αιμοπυόρροια — νευρόπονος — χιλιοστόγραμμο — ωφελιμιστής — άκμονας |
|||