χαλβαδιάζω

формы словаβ
χαλβαδιάζω



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово χαλβαδιάζω? —


εγκύπτωσκαταδίωχτοςσιβυλλικάαλγερινόςζηλώυμνολογώψητόςγαργάλισμόςσφιχτοχέρηςενενηκοστόςπολυάνθρωποςνοσοκόμαωχροκύανοςπολεμοποιόςανεπίμικτοςκακόιδιοπαθήςφλογοβόλοςπεντακοσάρικοσυνήθηςηρεμιστικός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit