|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово χαλβαδιάζω? — — εγκύπτω — σκαταδίωχτος — σιβυλλικά — αλγερινός — ζηλώ — υμνολογώ — ψητός — γαργάλισμός — σφιχτοχέρης — ενενηκοστός — πολυάνθρωπος — νοσοκόμα — ωχροκύανος — πολεμοποιός — ανεπίμικτος — κακό — ιδιοπαθής — φλογοβόλος — πεντακοσάρικο — συνήθης — ηρεμιστικός |
|||