|
(-ακος) η верёвочная лестница #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово верёвочная лестница? — σχοινοκλίμαξ как с (ново)греческого переводится слово σχοινοκλίμαξ? — верёвочная лестница — ιχθυοκομικός — γρούμπος — ρευστότητα — απολογιστικός — τσαρίνα — αναμάζωμα — θραψερός — φουσέκι — συγκράτηση — καρδιοτομία — λαγκαδότοπος — προσκέφαλο — προσβάσιμος — καθημερινός — πάνθεο — τετραήμερος — ξεκακίζω — ετερόπτερος — κυτταρώδης — αλατοζυγός — ρουσφετολογικός |
|||