|
ο щипцы для орехов #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово щипцы для орехов? — καρυοθλάστης как с (ново)греческого переводится слово καρυοθλάστης? — щипцы для орехов — θεονήστικος — αδελφοσύνη — λαγαρά — πολυχρόνιση — καλωσυνάτος — απόθεση — πεννιά — χτενάκι — αποσχίζω — λεχούδι — ψευδοπατριώτης — υπνιάζω — φρικιώ — συνοδικός — δάδα — σκουπιδαρειό — βαϊόκλαδο — ιεροκήρυκας — λεπτομερειακός — γόπα — εξέδρα |
|||