ταξιδάκι

формы словаβ
ταξιδάκι



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ταξιδάκι? —


πλάτανοαερογέφυραμπάμπαλοεμπαίζωεμπλήρωσηκαταδολιεύομαιανθρωπογνώστηςαδενεκτομήαργυραμοιβόςσουλτανάτομπετόφτήνιακαρδιάφαρυγγόσπασμοςπρέσβειραφίλεργοςπροστυχόφασταμουλλώνωεξαπλάσιοςνογάωκατάδικος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit