Новогреческий словарь
εμός
εμός
мой
;
ο ~ οίκος — [phrase]мой дом[/phrase]
;
τά εμά — [phrase]моё, принадлежащее мне[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мой
? —
εμός
как с
(ново)греческого
переводится слово
εμός
? — мой
#
(ново)греческий словарь
—
δυσάρεστα
—
ξεψύχισμα
—
ψευδαισθησία
—
ντεφαιτιστής
—
σταμνάδικο
—
γηροκόμηση
—
γυαλουρίζω
—
γαστραντλία
—
ζωτικότητα
—
καρδιογραφία
—
κλειδαμπαρώνω
—
κόκκυξ
—
απομπάμπακο
—
ασώρευτος
—
άγδυτος
—
λαμπροφορώ
—
ίσιος
—
αρχίνημα
—
πλατύσωμος
—
δακτυλιώτης
—
κούρκα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве