|
филос. досократовский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово досократовский? — προσωκρατικός как с (ново)греческого переводится слово προσωκρατικός? — досократовский — ΔΕΗ — αδιάστρεπτος — αγουρογεράνω — Ιούλιος — δηωμένος — ανομοιωτικός — αντερώτηση — χαμηλούτσικος — ανακεφαλαιωτικός — μαρμαροπελεκητός — ατροφοδότητος — λαζαρέτο — αλογόπετρα — κόμπος — στάλπη — εκτύλωση — σειέμαι — φλόξ — νεροβράζω — ελκυστικός — εσοδιάζω |
|||