|
свежевыбеленный (о стенах и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово свежевыбеленный? — φρεσκαλειμμένος как с (ново)греческого переводится слово φρεσκαλειμμένος? — свежевыбеленный — αισθητός — φτειαστός — ακατάγραπτος — αγροβιολογία — αραμάθα — σύφιλη — χεσμένος — παπαδιά — κρεοφαγία — ξεφυτρώνω — ζυθεστιατόριο — άργαστος — κοιλαίνω — γλεντολογάω — αστοχία — λεπτομερής — κρηνίδωμα — στεφανηφορώ — έγγιγμα — σήκωση — απαντέχω |
|||