παρατηρητ|ής

формы словаβ
παρατηρητ|ής
ο наблюдатель;
          επιτροπή ~ών καί ελέγχου — комиссия наблюдения и контроля



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово наблюдатель? — παρατηρητής
как с (ново)греческого переводится слово παρατηρητής? — наблюдатель


μελλούμενοςπαρατρέχωακροφυήςδιαβολέαςεξερεύγομαιστομίδαλογομαχίαδιαμαρτυρικόχωροστάθμηδύνουμαιημιρραγήςαναπολώαμυλούχοςνεφόκαμμαανήστευτοςδήμαανεκμετάλλευτοςεξάστερονξένοιαστοςτραυματιοφορεαςσταθμητικός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit