|
ο наблюдатель; επιτροπή ~ών καί ελέγχου — комиссия наблюдения и контроля #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово наблюдатель? — παρατηρητής как с (ново)греческого переводится слово παρατηρητής? — наблюдатель — μελλούμενος — παρατρέχω — ακροφυής — διαβολέας — εξερεύγομαι — στομίδα — λογομαχία — διαμαρτυρικό — χωροστάθμη — δύνουμαι — ημιρραγής — αναπολώ — αμυλούχος — νεφόκαμμα — ανήστευτος — δήμα — ανεκμετάλλευτος — εξάστερον — ξένοιαστος — τραυματιοφορεας — σταθμητικός |
|||