|
το ист. ружьё #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ружьё? — καριοφίλι как с (ново)греческого переводится слово καριοφίλι? — ружьё — καταστρεφτικός — φόρον — ανενδοίαστα — αποσυνάπτω — απατώμαι — Θεοτόκος — στυππίον — ηχογόνος — χειμωνικός — ζωντανό — αρκούδα — σγάρα — υβρίζω — αδιήγητος — εμβυθίζω — λιοκάθισμα — δίστιχο — αρχοντοχωριάτης — καπιτάλα — πλοηγίς — εκζητώ |
|||