|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αναλογιστής? — — έκθλιψη — πατούνα — προσθαφαιρώ — χουβαρντόπαιδο — τούνδρα — ευφορία — ανοπλώρισμα — διαμφισβητούμενος — τσίπα — υποχρεωτικά — γκολφ — ασμενίζομαι — τρίαινα — δίκιος — ακάλυπτος — δακρύζω — χαρτονοποιός — χιονοστεφής — οσπριοφαγία — βοϊδοκέφαλος — μπανάκι |
|||