|
1) относящийся к принцу; 2) княжеский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово относящийся к принцу? — πριγκιπικός как на (ново)греческом будет слово княжеский? — πριγκιπικός как с (ново)греческого переводится слово πριγκιπικός? — относящийся к принцу, княжеский — μαντεμτζής — γλυκοθώρημα — ελαφρύνω — δοκιμαστικός — σύγκερος — βγάλσιμο — αυτογραφία — βραχύτητα — γαλούχημα — οιστρηλασία — αφοβία — αεροπλοϊκός — φιλοτελικός — επαινετός — κοφτό — λιχανός — εξώσφαιρα — σούδα — καμιναέριον — μουσάντρα — ασάλευτος |
|||