|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово στλεγγίδα? — — κλούφι — μοιράστρα — ανηλεής — απρόβλεπτος — οξαλικός — εκπαίδευση — στελιάρι — αμνησικακία — φιαλοθέτης — επιτυχημένα — ερανίστρια — παρακμάζω — σεφέρι — μικραίνω — ανταγορεύω — πρωτεξαδέρφη — ασκολσούν — κεδρόξυλο — βασκαμένος — περίσκεψη — άπρεπος |
|||