Новогреческий словарь
χόριο
χόριο
το анат. 1)
собственно кожа
;
2)
послед
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
собственно кожа
? —
χόριο
как на
(ново)греческом
будет слово
послед
? —
χόριο
как с
(ново)греческого
переводится слово
χόριο
? — собственно кожа, послед
#
(ново)греческий словарь
—
επιβεβαιώνομαι
—
παραχέρι
—
βιοπαλεύω
—
χέσιμο
—
γιαβρής
—
ηθικός
—
αμυγδαλή
—
σταθμιστής
—
σολέα
—
γαλίφος
—
επαγωγέας
—
ψωρόχορτο
—
δεκατετράστιχο
—
απαλλοτριώσιμος
—
ρεκλαματζής
—
στρογγυλοποίηση
—
υπονομευτής
—
φιλοξενών
—
διακόρευση
—
εισαγώγιμος
—
γενικότητα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω