|
η крапива #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово крапива? — τσικνίδα как с (ново)греческого переводится слово τσικνίδα? — крапива — νεκρώνομαι — αποστερητικός — αιμοχρωστικός — βοτανοπώλης — επιβάτης — ακαλμάριστος — διασώστης — διελαόνω — γελοίος — ημιοικότροφο — ψυχοσώστης — ξοδιαστής — ντούέτο — μηχανοπέδη — ατεχνα — δίχειρος — τσαπίζω — γαιανθρακοφορτίον — αεροστατική — εργοδοσία — κατουρλόκαιρος |
|||