|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κλιβανοφόρος? — — γιάρι — τυφεκήθρα — μαγκιά — δυσκοινώνητος — ολκός — εκλέγειν — αλφονσισμός — δίκωχος — παραμυθού — απέθαντος — Περουβιανή — αφύλλωτος — ψάθα — κυβερνώ — λάγκεμα — δεντρούλι — αουτσάιντερ — μοραβίτης — δικαιολογητικά — αργοκίνητος — κολλητικότητα |
|||