|
(-αντος) истёкший, прошлый; τό λήξαν έτος — истёкший год; τήν πέμπτην ~ντος — [phrase]пятого числа прошлого месяца[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово истёкший? — λήξας как на (ново)греческом будет слово прошлый? — λήξας как с (ново)греческого переводится слово λήξας? — истёкший, прошлый — λεπτόγειος — ισπανόφιλος — ανακατάληψη — αλητεία — εκκρεμοδικία — μισοστρατίς — διπλωμάτισσα — ευημερία — ακριβαγοράζω — φαλαγγίτης — στερεοτυπικός — υλιστικός — ρολογάς — ευκολοδούλευτος — δυσμενής — αγκάθι — αστιγμόμετρο — χωμάτινος — Εσθονός — αδιάλλακτος — λιγωμένος |
|||