|
ο легионер #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово легионер? — λεγιωνάριος как с (ново)греческого переводится слово λεγιωνάριος? — легионер — σκαλωτός — σύσκιος — χρυσοκεντήτρια — ακόνισμα — ύσωξ — γωνιαίος — εμμηνορρυσία — κωφότητα — παρενθήκη — αρχειοθέτρια — οψικευόμενος — παρατραβώ — διαισθητισμός — νταγιαντώ — κεντράδι — δωδεκαετής — γυναίκεια — στρατόπεδο — γαϊδουριάζω — αμώμητος — ανοιχτάρι |
|||