|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово προσδιορισμένος? — — ενωμόταρχος — πτερούμαι — κόσμημα — ιστοριογραφία — προεισαγοιγικός — αμπελουργικός — γλυκονανουρίζω — σαλιαρίστρα — καρυδόφυλλο — καμπυλωτός — αμερής — γκινιαδόρος — σκέλεθρο — ενσφράγισις — σαμποτάρισμα — ευαπόδεικτος — γραμματοσυλλέκτης — μένω — αμπελών — ακατανέμητος — προβειά |
|||