|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σβηστικό? — — χορεύγω — εφελκύω — λεκές — εξερεύνηση — καταμούτσουνα — ανθρωποσωστικός — ασχετοσύνη — βαθυτυπία — ομολόγημα — ευκολύνομαι — οντολογιστής — τοτεμισμός — ξύπασμα — δήξ — ανολοκλήρωτα — δωδεκάμηνο — βροντόφωνος — άμισχος — αναγορευτικός — μεγαλοφώνως — αδελφώνω |
|||