Новогреческий словарь
συγκαταβατικώς
συγκαταβατικώς
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
συγκαταβατικώς
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ομοιογένεια
—
κοσμογόνος
—
δοκιμαστικό
—
αυταρχικά
—
εμπροθέσμως
—
κίρρωσις
—
τουλάχιστον
—
σιτώ
—
περβόλι
—
ελαιοπερίβολο
—
καρδιαλγία
—
χαμηλοβλεπούσα
—
γλευκόμετρο
—
καλαρχινω
—
βρακοπόδι
—
στιά
—
προσεπιμετρώ
—
ψυμοζήτης
—
φιλότεκνος
—
εγερτήριο
—
γαλαροκοπή
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,