|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συγκαταβατικώς? — — τελωνιακός — αλέτρισμα — αντιβασιλικός — ναρκισσιστικός — αναψυκτικό — αειμακάριστος — αιματόβρεκτος — καταπίστευμα — υπνωτικά — αμάλακτος — σιωνιστής — ιστορώ — επιδημιολογία — αστραπόμορφος — ασακκούλιαστος — ακροχορδών — επιμένων — ευλογητός — εγωπάθεια — ολόγεμος — φάση |
|||