Новогреческий словарь
υδροχλωρικός
υδροχλωρικός
хлористоводородный
;
~ό οξύ — соляная кислота
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
хлористоводородный
? —
υδροχλωρικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
υδροχλωρικός
? — хлористоводородный
#
(ново)греческий словарь
—
σπιθοβολάω
—
αξιωμένος
—
ψαράκι
—
εμμηνοπαυσιακός
—
Κυπριώτισσα
—
αναζώνομαι
—
ζίγκος
—
κροτώ
—
διασάκτης
—
ωοκύτταρο
—
φωτοτακτισμός
—
γλυκασμένη
—
αφαγία
—
σοκολατοποιία
—
κροκοσυλλέκτης
—
περίσταση
—
σκόνταμμα
—
μνηστευμένος
—
απαραβίαστο
—
πουδρίτσα
—
ξιφολόγχη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве