Новогреческий словарь
αυτοκατευθυνόμενος
αυτοκατευθυνόμεν|ος
воен.
самонаводящийся
;
~ον βλήμα — самонаводящийся снаряд
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
самонаводящийся
? —
αυτοκατευθυνόμενος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αυτοκατευθυνόμενος
? — самонаводящийся
#
(ново)греческий словарь
—
χειμάζομαι
—
ανάδειξη
—
σφαλιχτός
—
πέμψις
—
ανεπάντεχος
—
μονόχρους
—
περιαυτολογώ
—
αδελφοσύνη
—
θεσπέσιος
—
κωλυσιεργός
—
φτώχεμα
—
ροδή
—
διανοούμενος
—
διαπεπαρμένος
—
αμνάδα
—
κόψιμο
—
λιθόστρωμα
—
αναδασωτέος
—
κλείδας
—
παρασιώπηση
—
προικώος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве