|
(-ιδος) η постановщица, режиссёр #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово постановщица? — σκηνοθέτις как на (ново)греческом будет слово режиссёр? — σκηνοθέτις как с (ново)греческого переводится слово σκηνοθέτις? — постановщица, режиссёр — καταδιωκτικός — ντέ — κράνος — άπταιστος — στανικά — αξεδιάλυτος — κατακλείω — αμμουδερό — αποτυπώνομαι — οργανογόνος — πλαστιλίνη — εξαρχος — αμάντευτος — υπόφυση — ακυβερνησία — ζυμωτής — φλιτζάνι — κλώζω — γυναικολογικός — κρεμιέμαι — βάλτος |
|||