|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βύρσινος? — — μουσκεύω — τσαγκάρικο — πιδεξιωσύνη — Βιρμανός — σωματέμπορος — αποκομμένος — διακοσιετηρίδα — αχυροστέγη — νταβάνι — αποκλείνομαι — δεντρότοπος — δυστυχώ — σχισματικός — απροχώρητος — αλιχούδευτος — κύβευμα — αιώρηση — ειδικεύομαι — εξερευνήτρια — εμβολίαση — αγγελοζωγραφιστός |
|||