|
метеорологический; ~ό δελτίο — сводка погоды; ~ή υπηρεσία — бюро погоды, служба погоды; ~ές προβλέψεις — прогноз погоды; ~ σταθμός — метеостанция #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово метеорологический? — μετεωρολογικός как с (ново)греческого переводится слово μετεωρολογικός? — метеорологический — πετροκοπειό — αποσώζω — κατοχικός — Σάτυρος — κενόσοφος — αναγόρευση — σκόπιμος — ιδιοχρησία — υποδόρια — αισθησιαρχία — αλαλαγή — ολόψυχος — τετρακύλινδρος — κατονομασία — κουμκάν — οκτωβριάτικος — κινάρα — μεταλλόχρους — γιορτιάτικος — μεσούρανα — περιληπτικά |
|||