μετεωρολογικός

формы словаβ
μετεωρολογικός
метеорологический;
          ~ό δελτίο — сводка погоды;
          ~ή υπηρεσία — бюро погоды, служба погоды;
          ~ές προβλέψεις — прогноз погоды;
          ~ σταθμός — метеостанция



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово метеорологический? — μετεωρολογικός
как с (ново)греческого переводится слово μετεωρολογικός? — метеорологический


πετροκοπειόαποσώζωκατοχικόςΣάτυροςκενόσοφοςαναγόρευσησκόπιμοςιδιοχρησίαυποδόριααισθησιαρχίααλαλαγήολόψυχοςτετρακύλινδροςκατονομασίακουμκάνοκτωβριάτικοςκινάραμεταλλόχρουςγιορτιάτικοςμεσούραναπεριληπτικά




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit