|
влюблённый; είμαι ~ μέ... — быть влюблённым в... #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово влюблённый? — ερωτευμένος как с (ново)греческого переводится слово ερωτευμένος? — влюблённый — βροχάδα — πρεζόνι — σκουληκομερμηγκότρυπα — σκότιση — κουμπάσο — ασταχοφόρος — ποιμενίς — ξενότροπος — αβγουλωτός — χολή — ατμάμαξα — θηλαστικό — συνεπήχθην — βαβάζω — υπεγγύηση — καρποφορώ — μουχρωπός — επιφώνημα — εξαρτίζω — σχεδιογράφημα — μαζωχτής |
|||