|
щуриться, прищуриваться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово щуриться? — γαλειουρίζω как на (ново)греческом будет слово прищуриваться? — γαλειουρίζω как с (ново)греческого переводится слово γαλειουρίζω? — щуриться, прищуриваться — ορκοληψία — γλυκοξέφωτα — αντιδραστήριο — προκάθημαι — ενενηκοντάκις — κατασκοπεύω — απελευθέρωση — κήτος — δίκαννος — απίθωμα — θαλασσίλά — κεραμίδα — παλαιοντολογία — βολβώδης — αντιδυναστικός — σποριάζω — αγουροκόβω — καταξιώνω — εκβιάστρια — οινοειδής — νευροδιαβιβαστής |
|||