|
смотрящий свирепым взглядом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово смотрящий свирепым взглядом? — αγριομάτης как с (ново)греческого переводится слово αγριομάτης? — смотрящий свирепым взглядом — βρογχοσκόπησις — καμακώνω — αγευστί — δυσαρεστημένος — Δεκέβριος — δούλωσις — οιακιστής — μικρόκοκκος — επτάχρωμος — αεροδυναμικός — υπερώνυμο — απόκαιρος — αντρειότη — σκεπός — δοκιμάστρια — αγγειοπώλης — κιλλίβας — επιδοκιμάζω — ωμοφάγος — πλαστογραφώ — γυφτιά |
|||