|
(-ίτιδος) η мед. трахеит #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово трахеит? — τραχειίτις как с (ново)греческого переводится слово τραχειίτις? — трахеит — χιονόλυτον — εξυγίανση — πέπλος — αμύλωσις — λιθοκόλλητος — κηρογροφία — κουφαίνομαι — παραμακραίνω — πεντηκονταετηρίδα — φλογερός — διμηνιαίος — ψιμάρι — διατιμώ — διασείω — κοσμοθεωρητική — γαυρίζω — φτώχεια — νόμιμα — προλαβαίνω — υδροσόβη — απάτη |
|||