|
хватать, схватывать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово хватать? — περιαδράχνω как на (ново)греческом будет слово схватывать? — περιαδράχνω как с (ново)греческого переводится слово περιαδράχνω? — хватать, схватывать — λεβίθα — αρχιμαλάκας — κατεργασμένος — απερίσκεπτος — παράγραφος — γιγάντιος — φουλάρι — λεξικό — αβάσταχτος — ζυμωτό — μονοβεργίζω — οικονομολόγος — επαναστρέψιμος — δημαρχικός — άσφιγκτος — γίγγλυμος — αράχνειος — ταγγισμένος — ήρωας — εξουδετέρωση — ανιόν |
|||