|
ο угольщик, продавец угля #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово угольщик? — ανθρακοπώλης как на (ново)греческом будет слово продавец угля? — ανθρακοπώλης как с (ново)греческого переводится слово ανθρακοπώλης? — угольщик, продавец угля — αλογήσια — αποκλειστικότητα — τσαουλιά — μάχιμος — προσάναμμα — συμβιβαστικότητα — αμαλάκωτος — στενοσόκακο — λαρυγγικός — σπειραματονεφρίτιδα — ατοπία — θερμοφωταύγεια — καλαμώνω — υδρόφυτα — τζόβενο — χασοφεγγαριά — κοιλιαλγία — αερομαχία — προωθούμαι — απλά — ακροβατικός |
|||