|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κριόμορφος? — — εγχάραγμα — ιδιόμορφος — Χριστιανός — απαλλοτριώσιμος — δυσκατάποτος — αλφαβήτα — σκουπιδιάρισσα — κουσκουσούρης — αποσαρκώνομαι — αποκάθαρμα — προέδραμον — ακοντισμός — αφεντογυναίκα — φανέλλα — σημαδευτής — μονοθέσιος — δρεπανοειδής — ενετάλην — αυτοκινητάμαξα — ερκόνη — σφάξιμο |
|||