Новогреческий словарь
αηδονολάλημα
αηδονολάλημα
το 1) см. αηδόνισμα ;
2)
нежная речь; нежный голос
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
нежная речь
? —
αηδονολάλημα
как на
(ново)греческом
будет слово
нежный голос
? —
αηδονολάλημα
как с
(ново)греческого
переводится слово
αηδονολάλημα
? — нежная речь, нежный голос
#
(ново)греческий словарь
—
γροθοπατινάδα
—
αντροχωρίστρα
—
βρίκιον
—
ξύστρο
—
καθεστωτικός
—
σακκούλα
—
φιλόπτωχος
—
ασφαλτώνω
—
ζέβω
—
φιδοβότανο
—
γαλλίζω
—
γλυκομεθώ
—
αλαφρονούσης
—
δύσκολο-
—
κακορρίζικος
—
κάτσε
—
σπεκουλάντης
—
οδοντοτεχνίτης
—
τσιμπολογάω
—
οικοδομημένος
—
υστερινός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве