|
1) круговой; ~ό σύστημα — система кровообращения; 2) эк. оборотный; ~ο κεφάλαιο — оборотный капитал #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово круговой? — κυκλοφοριακός как на (ново)греческом будет слово оборотный? — κυκλοφοριακός как с (ново)греческого переводится слово κυκλοφοριακός? — круговой, оборотный — πολυτεντώνω — ατακτοποίητος — μου — αναψυχή — κιβωτιοποιείον — εβονίτης — βλαστοκόπος — μέλεγος — αμάνικος — δακρυρρόη — σκουριασμένος — εξυπηρετικός — ροδιακός — αντιδογματισμός — ξεσφίγγω — μαντικός — κατακυρίευση — εύχρηστος — θερμαντήρ — ιερομάρτυρας — υίοθέτηση |
|||