Новогреческий словарь
αρσανάς
αρσανάς
ο
кораблестроительная верфь
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
кораблестроительная верфь
? —
αρσανάς
как с
(ново)греческого
переводится слово
αρσανάς
? — кораблестроительная верфь
#
(ново)греческий словарь
—
μονάρχιδος
—
γιωματίζω
—
συνδυάζω
—
δημοκρατία
—
αεροβόλο
—
σκυλί
—
πανηγυρήσιος
—
καταδυτικός
—
αντίμεμα
—
πιλότος
—
κρέβατος
—
εξατάξιος
—
φανανάπτης
—
αποφράς
—
δοκιμαστής
—
περιπαικτικός
—
εισορμίζω
—
παρασκιά
—
τραγί
—
γαλάκτωση
—
σγουρώνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,