|
, ~άς (-άδος) η пятнадцать штук; μιά ~ ανθροιποι — пятнадцать человек; καμμιά ~ — около пятнадцати штук #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пятнадцать штук? — δεκαπενταριά как с (ново)греческого переводится слово δεκαπενταριά? — пятнадцать штук — γόνα — ηχοεντοπισμός — νίπτω — μηδενιστικός — παλαιογράφος — τορνάρισμα — σελλίνι — πλάτινα — επιλοχίας — γλισχρότητα — εποχλεύς — βένθος — ασαφήνιστος — γύρω-τρίγυρα — ενυδρίδα — μετριοφροσύνη — περιαύλιον — ήλθα — γυψοκάμινος — ανεύρυσμο — πρόεδρος |
|||