|
калечить, увечить, уродовать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово калечить? — μισερώνω как на (ново)греческом будет слово увечить? — μισερώνω как на (ново)греческом будет слово уродовать? — μισερώνω как с (ново)греческого переводится слово μισερώνω? — калечить, увечить, уродовать — διακοίνωση — εναγόμενος — κοπροσκυλώ — τσαντήρι — συριακός — αυθαιρετώ — παλιατζούρα — αντεκδικούμαι — αγγειοπλαστικός — χαμογελάω — άγουρος — καμινευτήρας — ανατρεπτικός — αλήθεια — αλανιάρα — ετομολόγος — απόδαυλο — πλουτολογικός — υπερπροστασία — αντιμετριέμαι — ζαχαράτος |
|||