|
: συνελόντι ειπείν — короче говоря, одним словом #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συνελών? — — σφαδαστικός — παρατηρούμαι — εκφύλιση — κατευοδώνω — ελληνόπαις — λεξιθηρώ — εξολκέας — κουβαλιέμαι — ψιλαίνω — προγονολατρεία — μεσιτεύω — μαλθουσιανισμός — αμπελόκλημα — υπερτραφής — ορεσίβιος — ωφέλιμο — βάρεμα — νεκροθάφτης — χωματουργικός — γεωλογικός — προπαροξύνω |
|||