|
η сейсмология #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сейсмология? — σεισμολογία как с (ново)греческого переводится слово σεισμολογία? — сейсмология — μηχανουργικός — μυθογράφος — πυκνόρρευστος — μοναστηρήσιος — γείτων — οχεία — ποδηλάτης — σκεμπές — νικέλωση — υπερασπιστής — καρέκλα — ολόκληρος — αδάπανος — εργαλείο — χαμοκέρασο — εκατόνταρχος — γνωμοδοσία — βάρβαρα — πλήν — εξώγαμος — υφυπουργός |
|||