|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ιδρυματοποιούμαι? — — παραβάλλω — διακριβωτήρας — ιδιαίτατος — ακονόπετρα — βροχόμετρο — χοντρόφλουδος — συντέλεση — σπειρώ — βρωμίζω — διορθωτής — απρόσωπα — ανεπαίσχυντα — αποκαΐδι — ταπεινοσύνη — αποφόρι — αλουπήσιος — έ — κοντινός — εξαντλητικός — αργκό — μεταβολισμός |
|||