|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καυσόξυλο? — — πληρότητα — απαθής — βολά — αρμενίζω — ανορωτιέμαι — φρικωδία — αλωπεκοειδή — γενειοφορώ — τσιτώνω — παρατηρητικός — κιτριά — φάσκιωμα — εςαγκιστρώνω — ενήλικος — γραφικά — πεζογέφυρα — βυζαίνω — πωμάτισμα — αρνοψάλιδο — χωνευτικός — φρυγμός |
|||