|
ο гвоздика (растение) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гвоздика? — διόσανθος как с (ново)греческого переводится слово διόσανθος? — гвоздика — κατατόπι — αγουράδα — κράτυσμα — καλπασμός — χαμολίβανο — χουγιαχτό — μπαρούφα — διευκρινιστικός — μαντική — αντιλογικός — φραγκισκανός — σύμπηξη — συμπεθεριάζω — αναπτύσσω — ακοινολόγητος — αυτεπάγγελτος — θεοδικία — νάρκωμα — τελάλης — πώμα — σύμβαμα |
|||