|
το 1) привычка (тж. дурная); навык (в работе); 2) подход; κάθε δουλειά έχει τό ~ της к — [phrase]к каждому делу нужен свой подход[/phrase]; === πρώτα βγαίνει η ψυχή κ' ύστερα τό ~ — погов. [phrase]привычка - вторая натура[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово привычка? — χούϊ как на (ново)греческом будет слово навык? — χούϊ как на (ново)греческом будет слово подход? — χούϊ как с (ново)греческого переводится слово χούϊ? — привычка, навык, подход — απόλυση — πεολειξία — προφυλακίζω — σκροφούλα — καρτέρημα — μάντρωμα — μεταλλευτική — θεόψηλος — κουβαλητικά — αποστέκομαι — συκοπιτταρίδα — κλητική — κύρτωμα — μικρολόγος — εμπορευματολόγος — ψιαθοπλόκος — ομογενής — θειοηγή — αρματοδρομίες — φθογγικός — ἧττα |
|||