|
яловый, бесплодный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово яловый? — στέρφος как на (ново)греческом будет слово бесплодный? — στέρφος как с (ново)греческого переводится слово στέρφος? — яловый, бесплодный — σουηδικός — καρβύνιο — εμπορευματογνωσία — απραγιά — φυλλομετράω — διχοτόμος — συριακός — χιλιμίντρισμα — σπινθηριστής — πιομένος — χωριουδάκι — σύχλωρος — πνευματοθώραξ — Δεκέβρης — αυλών — φανερώνω — λυπούμαι — καβαλλάω — διαπρεπής — προαγωγεύω — προσοδοφόρος |
|||