|
еловый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово еловый? — ελατήσιος как с (ново)греческого переводится слово ελατήσιος? — еловый — ασπάραγος — αχρηστεύομαι — εφτάτομος — αρχιψεύταρος — αναγεννήτρα — ξυλοπετεινός — σταλαγμίτης — εμποροϋπάλληλος — συντέφι — σκοτάδι — επιεικές — εξορκίστρια — πλατύπους — αντιπολιτειακός — αιμάσσω — φιλόδοξος — συστηματικότητα — πυροφοβία — αλλοεθνία — Ενετία — ψέγομαι |
|||