|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ταβερνόβιος? — — διαμορφωτήρας — επισήμασμα — δούκισσα — βαθιά — μοντερνιστής — έμφυτος — ανθογραφία — ἥσσων — φαροδείκτης — αντιεισαγγελέας — Γερμανία — τουφεκίδι — κάνω — νεόπλουτος — Ιαπωνίς — φινέτσα — συζητάω — μερτζάνι — γύρα — χρωματιστής — εγκαθειργνύω |
|||