Новогреческий словарь
διαπύλιον
διαπύλιον
το (обыкн. мн.ч. ) ;
~ τέλος — городская ввозная пошлина
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
διαπύλιον
? —
#
(ново)греческий словарь
—
τσούρα
—
στριφογύρισμα
—
κοθρίτης
—
βαρυγγώμια
—
ματσόλα
—
δηλητηριάζω
—
σκληραγωγία
—
ακροβατική
—
αντιρράβδι
—
συνημμένος
—
συχωρνώ
—
χρυσοφοράω
—
τροχάω
—
βλητικότης
—
σκελετό
—
πρωτοχρονιάτικα
—
ορφανισμός
—
σαθρότητα
—
βρωμόγρια
—
παραποτάμι
—
αλσώδης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,