|
ο сандарак (смола) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сандарак? — ευοσμίτης как с (ново)греческого переводится слово ευοσμίτης? — сандарак — υπερμέγιστος — ακανθυλλίδα — αμφιάρθρωση — στέρεα — ανιδιοτέλεια — λιμάρω — σφετερισμός — αγνοώ — συγκαίω — ξεσκουφώνομαι — αναπεπταμένος — δίκωχος — συνοδεύομαι — λήγων — φελλιαστός — καλύπτω — οργανογενής — προαγγέλλω — γνήσιο — απανωβάζω — απλειστηρίαστος |
|||